- κακογεράζω
- κακογερνώ (ο) αμετ.1) преждевременно состариться; 2) иметь безрадостную старость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακογεράζω — βλ. κακογερνώ … Dictionary of Greek
κακογερνώ — άω και κακογεράζω 1. έχω άσχημα γεράματα, υποφέρω στα γεράματα 2. με το πέρασμα τού χρόνου αποκτώ μορφή άσχημου γέροντα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακογερασμένος, η, ο αυτός που γερνά πρόωρα, που ασχημαίνει με το πέρασμα τού χρόνου … Dictionary of Greek
κακογερνώ — και κακογεράζω κακογέρασα, κακογερασμένος, περνώ κακά γεράματα, υποφέρω στα γεράματα: Όσοι δεν έχουν παιδιά και λεφτά κακογερνούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)